24.12.20

Τα Χριστούγεννα ενός άπορου

Της νύχτας τα φαντάσματα

Πώς τον πρωτογνώρισα

Βρέχει, βρέχει, βρέχει από το απόγευμα. Μια ψιλή αδιάκοπη βροχή, μου φαίνεται σαν διασίδια νερένιου αργαλειού. Εκεί απάνω στο υγρό αυτό στημόνι, υφαίνεται η βαριά ανία μιας επαρχιακής απομονώσεως. Ευτυχώς που έπεσε, γρήγορα, η νύχτα. Το μολυβί θόλωμα τής βροχερής ημέρας, δεν σου ξυπνάει τίποτε μέσα εις την ψυχήν. Απεναντίας, νομίζεις ότι ενεπλάκης και τυλίγεσαι στα υδάτινα τα νήματα, σαν πεταλούδα σε ιστό Αράχνης. Κι όσο προσπαθείς να φύγεις, τόσο περισσότερο μπλέκεσαι και κολλάς, δέρνεσαι και σπαράζεις.

Πώς αλλάζει όμως η κατάστασις, σαν ανάβει η μικρή η λάμπα! Η μοναξιά σε ζώνει, σαν να σε προστατεύει. Όλα ακινητούν, όλα σιωπούν, είσαι περισσότερο στον εαυτόν σου, βέ­βαια, αλλά το φωτεινό εκείνο της λαμπούλας μάτι σού ανοίγει άλλους κόσμους εμπροστά. Κόσμους όπου φύγα­νε, κόσμους πεθαμένους! Και ταξιδεύεις με αυτό, αλλά και δέχεσαι, από τα σκιόφωτα, μορφές, τόπους, εποχές. Και κατεβαίνουνε από παντού τής νύχτας τα φαντάσματα σαν εξυγιασμένα από το αδύνατο, το ωχρό της μικρής λαμπίτσας φως. Να τος, ολοζώντανος μπροστά μου, όπως τον πρωτογνώρισα!  Χρώ­μα προσώπου και κουβέντα σαν μοσχο­βολιά κηριού που λιώνει εμπρός σε ά­γιες εικόνες. Σηκώθηκα απάνω, όπως και όταν τον πρωτάκουσα, να μου λέει το όνομά του.

Ήμουνα τότε μαθητής εις το Γυμνάσιον της Πλάκας, αλλά έγραφα και εις την «Ακρόπολιν». Πλησιάζανε Χριστούγεννα. Ο Γαβριηλίδης, με τις ωραίες του τις φούριες, τις τόσον ποιητικές και παλαβές, όποιον έπαιρνε με καλό μάτι, τον εφόρτωνε όλες της εφημερίδος τις δουλειές. Έτσι εις εμέ είχεν αναθέσει προσέτι και την αρχισυνταξία του «Α.Ο.Δ.Ο.». Ένα λαμπρό και δυσεύρετο σήμερα περιοδικό. Μου ανέθεσε την επιμέλεια του χριστουγεννιάτικου φύλλου, που θα έβγαζε, με εντολήν να ζητήσω και συνεργασίαν από λογογράφους. Και σαν να μην έ­φθαναν αυτά, μου φόρτωσε και την διανομήν κάτι εράνων χρηματικών, που έκανε τότε η «Ακρόπολις» υπέρ των πτωχών, για να περάσουνε καλά τις άγιες ημέρες.

Θυμούμαι ότι συγκεκριμένως μού είχε συστήσει να ζητήσω συνεργασίαν από τον Παπαδιαμάντη, τον Ξενόπουλο και τον Γιάννη Βλαχογιάννη. Αγριοκάτσικο, πρωτοφερμένο στην Αθήνα με ανεπούλωτα ακόμα τα τραύματα που είχα στο κεφάλι από τους πετροπολέμους του χωριού μου. Τον κ. Ξενόπουλο τον ευρήκα εύκολα εις την «Διάπλασιν», της οποίας ήμουνα τότε συνδρομητής και σήμερα συνταξιούχος. Ό κ. Ξενόπουλος με οδήγησε, πού θα βρω τον Γιάννη Επαχτίτη (Βλαχογιάννη) και αυτός, πού θα ξετρυπώσω τον Παπαδιαμάντη. Τον Παπαδιαμάντη όμως, όσον και αν τον εζήτησα, δεν κατόρθωσα να τον συναντήσω πουθενά. Του άφηνα όμως σε όλα τα μέρη σημειώσεις.

Πέρασαν ημέρες αρκετές. Ήσαν προπαραμονές των Xριστουγέννων. Ήταν ώρα δειλινού και ενώ καθόμουνα σ’ ένα από τα γραφεία της Ακροπόλεως εις την Στοάν του Πάππου, τότε. Άλλος κανείς μού φαίνεται από την σύνταξη δεν ήτανε εκεί. Ήταν η ώρα της ρετσίνας, του κόρτε και του ρεπορτάζ. Κι εγώ τότε ούτε ρετσίνα έπινα, ούτε με τα ρεπορτάζ απησχολούμην. Κάτι έγρα­φα όμως εκείνη την στιγμή, και ήμουνα απορροφημένος με την εργασία, όταν μέσα στο θαμπόφως της εσπέρας, που γινότανε βαθύτερον εις το γραφείον, άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας άνθρωπος, μάλλον υψηλός, κακοντυμένος, με υποκάμισο ζουλισμένο στο λαιμό, χωρίς γραβάτα, με ρούχα οπωσδήποτε απεριποίητα και μακρύ επανωφόρι τριμμένο. Παρά την φτωχική εμφάνισιν, τα γένεια του και τα απεριποίητα μαλλιά του, το μελαψό του πρόσωπο ήτανε κόκ­κινο στα μάγουλα, κι από τα μάτια του έσταζε μια γλύκα. Εμπήκε συνεσταλμένος και δειλός.

—    Ο κύριος Σίγμα;

Ενόμισα πως ήταν κανένας από τους φτωχούς που συστημένοι εις εμέ από τη διαχείριση, ήρχοντο να πάρουνε ση­μείωμα για να εισπράξουν το χριστουγεννιάτικο βοήθημά τους.

—    Εγώ είμαι, του απήντησα, αλλά καθίστε μια στιγμή, σας παρακαλώ, να τελειώσω κάτι που γράφω εδώ και αμέσως θα σας διευκολύνω.

Εκάθισε σκυφτός με γυρμένο το κεφάλι και κοίταζε διαρκώς το πάτωμα.

—    Ο κακομοίρης, σκέφθηκα, φτώχεια μεγάλη θα ’χει!

Και τον κοίταξα με βλέμμα πονεμένο και μια συμπάθεια μεγάλη που έφτανε μέχρι συγκινήσεως.

– Ορίστε, του είπα, άμα ετελείωσα.

—    Με ζητήσατε;

—    Όχι, εγώ δεν σας ζήτησα, αλλά ξέρω γιατί ήρθατε και θα τελειώσω αμέσως τη δουλειά σας.

Μου φαίνεται ότι δίναμε δέκα δραχμές σε κάθε άτομο οικογενείας. Σημειωτέον ότι η «Ακρόπολις», η οποία έκαμνε τις ημέρες εκείνες τις μεγάλες αυτές φιλανθρωπικές χειρονομίες, κινδύνευε να μη βγει για έλλειψη χαρτιού και οι συντάκται της να μην πάρουν ούτε δέκα δραχμές για να περάσουν τα Χριστούγεννα.

Για να κανονίσω το ποσόν όπου θα έπαιρνε, ηθέλησα να μάθω τα μέλη της οικογενείας του.

—    Είσθε παντρεμένος;

—    Όχι… ακόμη! μου είπε μ’ ένα πικρό μειδίαμα.

—    Έχετε άλλη οικογένεια;

—    Δύο αδελφές, αλλά δεν είναι εδώ.

Για να τον βοηθήσω περισσότερο, εσκέφθηκα να κάμω μία πλαστογραφία. Να συμπεριλάβω ως συγκατοικούσας εις τας Αθήνας με αυτόν και τας αδελφάς του και έκαμα μίαν απόδειξιν για τριάκοντα δραχμές.

—    Λαμβάνεις τον κόπο, του είπα, να περάσεις από το λογιστήριον.

Ευχαρίστησε ψιθυριστά, σαν φοβισμένος και συνεσταλμένος πάντοτε, σηκώθηκε, αλλά σαν να κοντοστεκότανε.

—    Κι αυτά τί να τα κάμω; Δεν τα θέλετε;

Και μου έδειχνε κάτι χαρτιά, Νό­μισα πως ήταν πιστοποιητικά απορίας.

—    Κράτησέ τα, του είπα, εμάς δεν μας χρειάζονται.

Εσείστηκε, λυγίστηκε ολίγο, έκανε, σκυφτός, να φύγει, ξαναγύρισε.

—    Τότε αφού δεν σας χρειάζονται αυτά, εγώ με τι δικαίωμα θα πληρωθώ;

—    Δεν πειράζει, αρκούμεθα εις τον λόγον σας. Χριστούγεννα είναι τώρα.

—    Ναι, αλλά αν δεν πάρετε αυτά, εγώ δεν μπορώ να πάρω χρήματα.

—    Μα δεν τα παίρνετε εσείς τα χρήματα, σας τα δίνουμε ημείς!…

—    Ε, τότε, πάρτε κι εσείς ετούτα που μου τα ζητήσατε. Και τα άφησε σιγά και μαλακά απάνω στο τραπέζι.

Εσκέφθηκα, μήπως του ζήτήσει τίποτα πιστοποιητικά το λογιστήριο.

—    Μα τι είναι, επιτέλους, αυτά, του λέω, που πρέπει απαραιτήτως να τα πάρουμε;

—   Το διήγημα των Χριστουγέννων, που μου εζητήσατε.

—   Το διήγημα των Χριστουγέννων… και ποιος είσθε σεις;

—    Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης!

—    Ο ίδιος;

—    Ο ίδιος και ολόκληρος!

Έπεσε το ταβάνι και με πλάκωσε, η πένα έφυγε από τα χέρια μου, όλα εκεί μέσα, καρέκλες, βιβλία, εφημερίδες, σαν να στροβιλίσθηκαν γύρω μου και έκανα ώρες να συνέλθω.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! Αυτός ο πρίγκηψ των Ελλήνων λογογράφων, που τον φανταζόμουνα ακτινοβολούντα, γελαστόν, ωραίον, καλοντυμένον, ευτυχή, γεμάτον εγωισμόν, αέρα και μεγαλοπρέπεια, αυτός!… Αυτός ο μαλακός, ο καλός, ο δειλός, ο φοβισμένος και τσαλακωμένος άνθρωπος, που στεκότανε με συστολή μαθητού επιμελούς, εκεί ενώπιόν μου!… Αυτός, που μας έδωκε γλύκες πνευματικές και συγκινήσεις ψυχικές, που σνιστόρησε κόσμους θαλασσινούς κι εζωντάνεψε εμπρός μας ανθρώπους μακρινούς κι αγνώστους, που τους έκανε δικούς μας, εντελώς δικούς μας, σαν να περάσαμε μια ζωή μαζί, αυτός σε μια τέτοια κατάσταση, εκεί ενώπιόν μου! Του έσφιξα το χέρι, χωρίς να ημπορώ ούτε μια λέξη να προφέρω. Από την ταραχή μου και τη σαστιμάρα μου ούτε το φως δεν άναψα. Αισθάνθηκα ένα τρεμουλιαστό χέρι να σφίγγει το δικό μου και τον έχασα μέσα εις το σκοτάδι.

Έτσι τον έχασα κι απόψε, μόλις της λάμπας το φιτίλι έπεφτε κι έσβηνε το φως, γιατί δεν είχε πια πετρέλαιο! Έμεινε όμως πίσω μια μοσχοβολιά κηριού που λιώνει εμπρός στις άγιες εικόνες, κάτι από του καντηλιού το σβήσιμο, κάτι από θυμιατού πέρασμα μακρινό, μακρινό πολύ…

ΣΤΑΜ. ΣΤΑΜ.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε το 1943 στα Αθηναϊκά Νέα, όπως λεγόταν τότε η εφημερίδα που σήμερα λέγεται «Τα Νέα». Είναι μια δημοσιογραφική ανάμνηση, γραμμένη από τον Σταμ. Σταμ. ή Σταμάτη Σταματίου (1881-1946), δημοσιογράφο από τη Ναύπακτο που δούλεψε επί πολλές δεκαετίες κατά την προπολεμική περίοδο στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο.


Αναδημοσιεύεται από το Ιστολόγιο Οι λέξεις έχουν την δική του ιστορίας (του Νίκου Σαραντάκου) https://sarantakos.wordpress.com/2015/12/27/stamstam/#more-14290